δαμασκηνή

δαμασκηνή
η
βλ. δαμασκηνιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… …   Dictionary of Greek

  • πορδόχορτο — και πορδοχόρταρο, το, Ν 1. κοινή ονομασία τού φυτού νιγέλλα η δαμασκηνή, αλλ. κατσουλόχορτο 2. κοινή ονομασία τού φυτού δατούρα το στραμώνιο, αλλ. βρομόχορτο …   Dictionary of Greek

  • Δάμας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Επώνυμος ήρωας της Δαμασκού, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση συνόδευσε τον Διόνυσο στην εκστρατεία του εναντίον των Ινδιών. Όταν γύρισε, ίδρυσε το πρώτο ιερό μέσα σε σκηνή, στην πεδιάδα της Δαμασκού, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”